μυκαρίς

μυκαρίς
μυκαρίς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «νυκτερίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετασχηματισμένο τ. τής λ. νυκτερίς που συνδέεται με τα μυκτήρ, μύξα «βλέννα», ενώ κατ' άλλους η λ. αποτελεί παρεφθαρμένη γραφή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”